- παθικεύομαι
- πᾰθῐκ-εύομαι,A to be sexually passive, AP11.73 (Nicarch.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παθικεύομαι — (Α) [παθικός] φέρομαι με παθητικό τρόπο στην ερωτική συνεύρεση, είμαι κίναιδος … Dictionary of Greek
παθικεύεται — παθικεύομαι to be sexually passive pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)